πρύτανης

πρύτανης
ο
1. στην αρχαία Ελλάδα αιρετός άρχοντας της πόλης με καθήκοντα διάφορα για κάθε πόλη.
2. στην αρχαία Αθήνα, ο καθένας από τους 50 βουλευτές της κάθε φυλής που χρημάτιζε πρόεδρος της Βουλής για 35 μέρες.
3. σήμερα ο αιρετός προϊστάμενος της διοίκησης του πανεπιστημίου ή πολυτεχνείου καθηγητής του ιδρύματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρύτανης — ο / πρύτανις, άνεως, ΝΑ, και αιολ. τ. πρότανις Α (στην αρχ. Αθήνα) καθένας από τους 50 βουλευτές τής φυλής η οποία προήδρευε στη βουλή για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, που ισοδυναμούσε με το 1/10 τού έτους νεοελλ. 1. αιρετός και με ορισμένη… …   Dictionary of Greek

  • προπρύτανης — ο, Ν ο προηγούμενος πρύτανης, ο πρύτανης τού προηγούμενου ακαδημαϊκού έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πρύτανης. Η λ., στον λόγιο τ. προπρύτανις, μαρτυρείται από το 1837 στους Ἑλληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • πρυτανεύω — ΝΑ, και αττ. τ. προτανεύω και φωκ. τ. βρυτανεύω Α (στην αρχ. Αθήνα) (για φυλή ή για πρόσ.) ασκώ το αξίωμα τού πρυτάνεως (α. «Ἀκαμαντὶς πρυτάνευε», Θουκ. β. «πρυτανεύσας τὴν πρώτην πρυτανείαν», Αντιφ.) νεοελλ. 1. είμαι πρύτανης πανεπιστημίου ή… …   Dictionary of Greek

  • Εμμανουήλ, Εμμανουήλ — (1886 – 1972). Χημικός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στις φυσικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Βέρνης. Εργάστηκε αρχικά ως βοηθός και στη συνέχεια ως επιμελητής στο… …   Dictionary of Greek

  • Πάντειος Σχολή — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Αθήνας, του οποίου ο πρώην πλήρης τίτλος ήταν Πάντειος Ανώτατη Σχολή Πολιτικών Επιστημών. Ιδρύθηκε σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του εθνικού ευεργέτη Αλεξάνδρου Πάντου, πολιτευτή από το Βόλο, ο οποίος άφησε όλη …   Dictionary of Greek

  • National and Kapodistrian University of Athens — Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Established May 3, 1837 …   Wikipedia

  • Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin …   Wikipedia Español

  • Афинский университет — Национальный университет имени Каподистрии Оригинальное название греч …   Википедия

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”